προκλινικός

προκλινικός
-ή, -ό, Ν
ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε στάδιο κατά το οποίο τα κλινικά σημεία τής νόσου δεν έχουν ακόμη εκδηλωθεί («προκλινικό σύμπτωμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”